- κανδυτάνη
- κανδυτάνη, ἡ (Α)ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανδύλη — κανδύλη, ἡ (Α) η κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κανδυτάνη*] … Dictionary of Greek
κανδύταλις — κανδύταλις, ιδος, ὁ (Α) κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη*, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους] … Dictionary of Greek